ἐλπίσαντες

ἐλπίσαντες
ἐλπίζω
hope for
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • πλεονεκτώ — πλεονεκτῶ, έω, ΝΜΑ [πλεονέκτης] 1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.) 2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”